- φουξίνη
- η(χημ.), κόκκινη χρωστική ουσία χρήσιμη στην κυτταρολογία και τη βακτηριολογία, καθώς και στη βαφή μαλλιού, μεταξιού, μπαμπακιού κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουξίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, συνθετική χρωστική ύλη, που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ενός μίγματος ανιλίνης και τολουϊδίνης και η οποία βάφει κόκκινο το μαλλί, το μετάξι και το βαμβάκι μετά από πρόστυψη με ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αλκοολάντοχος — η, ο Μικρβλ. λέγεται για βακτηρίδια που όταν χρωματίζονται με φουξίνη δεν είναι δυνατόν να αποχρωματιστούν με οινόπνευμα το «βακτηρίδιο τού Κωχ» είναι ταυτόχρονα αλκοολάντοχο και οξυάντοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + αντοχή … Dictionary of Greek
οξεάντοχος — και οξυάντοχος, η, ο (βιολ. ιατρ.) χαρακτηρισμός ομάδας βακτηρίων που, ύστερα από χρώση τους με φαινικούχα φουξίνη, ανθίστανται στον αποχρωματισμό τους με νιτρικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(υ) * + αντοχή] … Dictionary of Greek
παραφουξίνη — η χημ. χρωστική ύλη που περιέχεται σε μικρές ποσότητες στην φουξίνη, από την οποία διαφέρει μόνον ως προς το ότι περιέχει στο μόριό της μια ομάδα μεθυλίου λιγότερη … Dictionary of Greek
ροζανιλίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, βάση συζυγής προς τη φουξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rosaniline < ros (< λατ. rosa «ρόδο») + aniline «ανιλίνη»] … Dictionary of Greek